Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υαλογράφος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υαλογράφος ο [ialoγráfos] Ο18 θηλ. υαλογράφος [ialoγráfos] Ο35 στη σημ. I : I. τεχνίτης που κατασκευάζει υαλογραφήματα. II. όργανο που χρησιμοποιείται στην υαλογραφία.

[λόγ.: II: γαλλ. hyalographe < hyalo- = υαλο- + -graphe = -γράφος· I: υαλο(γραφία) -γράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες