Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τύφλωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τύφλωση η [tíflosi] Ο33 : 1α. έλλειψη ή στέρηση της όρασης, της ικανότητας που έχει ο άνθρωπος και το ζώο να βλέπει: Εκ γενετής / επίκτητη ~. Aσθένειες που προκαλούν την ~. β. (ιατρ.) ψυχική ~, αδυναμία να αναγνωρίσει ο ψυχικά άρρωστος τα αντικείμενα που βλέπει. Λεκτική ~, αλεξία. Xρωματική ~. 2. (μτφ.) στέρηση της ικανότητας να κρίνει κανείς ορθά και να διακρίνει το σωστό από το λάθος: Hθική / πολιτική ~.

[λόγ. < αρχ. τύφλω(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go