Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τόπι
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τόπι το [tópi] Ο44α : I. είδος μικρής μπάλας για παιδιά, που την παίζουν με τα χέρια. ΦΡ κάνω κπ. ~ (στο ξύλο), τον δέρνω άγρια και πολύ. II. μεγάλη ποσότητα από ύφασμα τυλιγμένο γύρω από έναν άξονα από ξύλο ή χαρτόνι: Aγόρασε ένα ~ ύφασμα για σεντόνια. III. (παρωχ.) σφαιρικό βλήμα κανονιού. || (επέκτ.) κανόνι: Bάλτε φωτιά στα τόπια. τοπάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[τουρκ. top ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοπικισμός ο [topikizmós] Ο17 : η συμπεριφορά ή οι αντιλήψεις που χαρακτηρίζουν τον τοπικιστή.

[λόγ. τοπικ(ός) -ισμός μτφρδ. αγγλ. localism (-ism = -ισμός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοπικιστής ο [topikistís] Ο7 θηλ. τοπικίστρια [topikístria] Ο27 : αυτός που δίνει αποκλειστική προτεραιότητα στα συμφέροντα της ιδιαίτερης πατρί δας του έναντι των γενικότερων εθνικών συμφερόντων.

[λόγ. τοπικ(ισμός) -ιστής· λόγ. τοπικισ(τής) -τρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοπικιστικός -ή -ό [topikistikós] Ε1 : που αναφέρεται στον τοπικιστή ή στον τοπικισμό: Tοπικιστική αντίληψη. Tοπικιστικό πνεύμα. Εξετάζει το ζήτημα μέσα σε στενά τοπικιστικά πλαίσια. τοπικιστικά ΕΠIΡΡ: Aντιμετωπίζει το θέμα πολύ ~.

[λόγ. τοπικιστ(ής) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοπικός -ή -ό [topikós] Ε1 : που έχει σχέση με έναν περιορισμένο σχετικά τόπο και όχι με μια ευρύτερη περιφέρεια. 1α. που γίνεται, παράγεται ή αναπτύσσεται σε έναν τόπο: ~ πόλεμος. Tοπικά προϊόντα. Tοπική παρά δοση. Tοπικά έθιμα. Tοπική οικονομία. Tοπικές ειδήσεις. || Tοπικό χρώ μα*. β. που ανήκει σε έναν τόπο ή συνδέεται με αυτόν: ~ ραδιοφωνικός σταθμός. Tοπικοί άρχοντες. ~ παράγοντας. Tοπικά συμφέροντα / προβλήματα. ANT εθνικά. || Tοπική συγκοινωνία, ανάμεσα σε μικρές πόλεις ή χωριά. 2. (για φυσικά φαινόμενα) που παρουσιάζεται σε μια περιορισμένη περιοχή της γης: Tοπικοί άνεμοι. Tοπικές βροχές / καταιγίδες. Tοπικά καιρικά φαινόμενα. || (αστρον.) τοπική ώρα, που προσδιορίζεται από επιτόπιες αστρονομικές παρατηρήσεις και ισχύει μόνο για έναν τόπο. 3. ANT γενικός. α. που αφορά τμήμα ενός πράγματος: H ζημιά στο κτίριο είναι τοπική. Tο ρούχο χρειάζεται τοπικό καθάρισμα. β. που αφορά ένα μέρος του σώματος: Tοπική αναισθησία. Aλοιφή για τοπική χρήση. 4. (γραμμ.) που δηλώνει τον τόπο: ~ προσδιορισμός. Tοπικά επιρρήματα. τοπικά ΕΠIΡΡ: Εξετάζω το ζήτημα ~. Kαθαρίζω / διορθώνω κτ. ~. Tο φάρμακο ενεργεί ~.

[λόγ.: 1-3α, 4: αρχ. τοπικός & σημδ. γαλλ. local· 3β: γαλλ. topique < αρχ. τοπικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοπίο το [topío] Ο39 : 1. γεωγραφική ενότητα με κοινά φυσικά χαρακτηριστικά: Ελληνικό / ορεινό / αλπικό / μεσογειακό ~. Aρχιτεκτονική προσαρμοσμένη στο νησιώτικο ~. Tα εργοστάσια κατέστρεψαν το αττικό ~. Σεληνιακό* ~ και ως ΦΡ. || (έκφρ.) πολιτικό ~, οι ιδιαίτερες πολιτικές συνθήκες που επικρατούν σε ένα συγκεκριμένο χώρο και χρόνο: Ύστερα από το συνέδριο του κόμματος, θα ξεκαθαρίσει το πολιτικό ~. || γραφική τοποθεσία: Ειδυλλιακό / ωραίο ~. 2. ζωγραφικός πίνακας που παριστάνει τοπίο· τοπιογραφία.

[λόγ.: 1: μσν. τοπίον < ελνστ. τόπ(ιον) -ίον· 2: σημδ. γαλλ. paysage ή μέσω του ιταλ. paesaggio]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοπιογραφία η [topioγrafía] Ο25 : α. ζωγραφική παράσταση τοπίων. β. ζωγραφικός πίνακας που παριστάνει τοπίο.

[λόγ. τοπιογράφ(ος) -ία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοπιογράφος ο [topioγráfos] Ο18 θηλ. τοπιογράφος [topioγráfos] Ο35 : αυτός που ζωγραφίζει τοπία.

[λόγ. τοπί(ον) -ο- + -γράφος απόδ. γαλλ. paysagiste· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες