Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τυφεκιοφόρος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τυφεκιοφόρος ο [tifekiofóros] Ο18 : (στρατ.) στρατιώτης που έχει ως κύριο οπλισμό το τουφέκι.

[λόγ. τυφέκι(ον) -ο- + -φόρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go