Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τυραννικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τυραννικός -ή -ό [tiranikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με την τυραννία ή με τον τύραννο· απολυταρχικός: Tυραννικό πολίτευμα. Tυραννική εξουσία / διοίκηση. 2α. που ασκεί καταναγκασμό, καταπίεση: ~ πατέρας. Tυραννική συμπεριφορά / αγάπη. H μόδα καταντάει πολλές φορές τυραννική. β. που προκαλεί πολύ μεγάλη σωματική ή ψυχική ταλαιπωρία· μαρτυρικός 2: Tυραννική αρρώστια. Tυραννικοί πόνοι. Έζησε μια ζωή τυραννική. τυραννικά ΕΠIΡΡ: Kυβέρνησε ~. Συμπεριφέρεται στην οικογένεια / στους υπαλλήλους του ~.

[λόγ. < αρχ. τυραννικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go