Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τυπογράφος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τυπογράφος ο [tipoγráfos] Ο18 θηλ. τυπογράφος [tipoγráfos] Ο35 : α. τεχνικός που ασχολείται με μία από τις διάφορες φάσεις της εκτύπωσης ενός εντύπου. β. ιδιοκτήτης τυπογραφείου.

[λόγ. < νλατ. typographus < typograph(ia) = τυπογραφ(ία) -us = -ος (αναδρ. σχημ.)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go