Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τυμπανισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τυμπανισμός ο [timbanizmós] Ο17 : διόγκωση, φούσκωμα της κοιλιάς που προκαλεί η μεγάλη συσσώρευση αερίων στα έντερα· μετεωρισμός.

[λόγ. τυμπαν(ιαίος) -ισμός (διαφ. το ελνστ. τυμπανισμός `χτύπημα τυμπάνου΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go