Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσούλα η [tsúla] Ο25α : χαρακτηρισμός γυναίκας ανήθικης ή ανάγωγης.
τσουλίτσα η YΠΟKΟΡ. τσουλάρα η MΕΓΕΘ ανήθικη ή ανάγωγη σε πολύ μεγάλο βαθμό. [παλ. ιταλ. ciulla `κοπέλα΄· τσούλ(α) -ίτσα, -άρα]



