Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσουρούφλισμα το [tsurúflizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τσουρουφλίζω: Tο ~ των μαλλιών / της επιδερμίδας.
[τσουρουφλισ- (τσουρουφλίζω) -μα]



