Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσουνάμι το [tsunámi] Ο (άκλ.) : πολύ μεγάλο θαλάσσιο κύμα που προκαλείται από υποθαλάσσιο σεισμό ή από ηφαιστειακή έκρηξη.
[λόγ. < αγγλ. tsunami < ιαπων. tsunami < tsu `λιμάνι΄ + nami `κύμα΄]



