Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσουλούφι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσουλούφι το [tsulúfi] Ο44 : (οικ.) 1. τούφα από μαλλιά: Ένα ~ τού έπεφτε στα μάτια. Xτενίσου καλά γιατί σου πετάει ένα ~. || (πληθ. μειωτ.) μαλλιά: Θα σε πιάσω απ΄ τα τσουλούφια και θα σου τα βγάλω. 2. οι τρίχες που πέφτουν στο μέτωπο του αλόγου.

[τουρκ. zülüf ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go