Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσουλί
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσουλί το [tsulí] Ο43 : τσούλα, νεαρής συνήθ. ηλικίας. τσουλάκι το YΠΟKΟΡ.

[τσούλ(α) υποκορ. ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσουλίστικος -η -ο [tsulístikos] Ε5 : που χαρακτηρίζει την τσούλα, που ταιριάζει σε αυτή: Tσουλίστικο ντύσιμο / φέρσιμο.

[τσούλ(α) -ίστικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go