Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσουγκράνα η [tsugrána] Ο25 : εργαλείο με μακριά ξύλινη ή σιδερένια λαβή, όπου στερεώνεται οριζόντιο έλασμα το οποίο καταλήγει σε μακριά και κυρτά δόντια· το χρησιμοποιούν για να καθαρίζουν ή για να ισοπεδώνουν το χώμα, να στρώνουν χαλίκια κτλ.
[τσουγκραν(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)]



