Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσουβάλιασμα το [tsuválazma] Ο49 : η ενέργεια του τσουβαλιάζω. 1. (οικ.) τοποθέτηση σε τσουβάλι: Tο ~ της πατάτας. 2. (μτφ.) α. (λαϊκ.) σύλληψη: Tο ~ του λωποδύτη. β. (οικ.) για ανθρώπους που μετακινούνται με μαζικά μέσα μεταφοράς, πολύ στριμωγμένοι και γενικά με απαράδεκτες συνθήκες: Tο ~ του κόσμου στα λεωφορεία.
[τσουβαλιασ- (τσουβαλιάζω) -μα]



