Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσοκαρία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσοκαρία η [tsokaría] Ο25α : (οικ.) α. τσόκαρο2: Aυτή είναι μεγάλη ~. β. πολλά τσόκαρα2 μαζί: Mαζεύτηκε όλη η ~.

[τσόκαρ(ο) -αρία με απλολ. [arar > ar] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες