Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσιχλόφουσκα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιχλόφουσκα η [tsixlófuska] Ο27 : είδος τσίχλας 1 που όταν τη μασούν κάνει φούσκες.

[τσίχλ(α) 1 -ο- + φούσκα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go