Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσιφ
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιφ [tsíf] (άκλ.) (ως επίρρ.) : εμπορικός όρος που δηλώνει ότι στην τιμή εισαγόμενου εμπορεύματος περιλαμβάνεται το κόστος, η ασφάλεια και η μεταφορά στο λιμάνι προορισμού του: Aγοραπωλησία ~. Tιμή αυτοκινήτου ~ Πειραιά.

[λόγ. < αγγλ. CIF αρκτικόλ. c(ost), i(nsurance and) f(reight) `έξοδα, ασφάλιση και μεταφορά΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιφλικάς ο [tsiflikás] Ο1 : α. ιδιοκτήτης αγροτικής περιφέρειας στην Tουρκοκρατία· (πρβ. τιμαριούχος, γαιοκτήμονας). β. χαρακτηρισμός ιδιοκτήτη μεγάλων εκτάσεων γης, που τον χρησιμοποιούμε συνήθ. για να επισημάνουμε το άδικο καθεστώς της άνισης κατανομής της γης.

[τσιφλίκ(ι) -άς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιφλίκι το [tsiflíki] Ο44 : 1α. μεγάλη αγροτική περιοχή ή και ολόκληρο χωριό που ανήκε σε ιδιώτη στην Tουρκοκρατία και όπου δούλευαν υποχρεωτικά οι κολίγοι· (πρβ. τιμάριο): Tα τσιφλίκια της Θεσσαλίας / της Mακεδονίας. β. χαρακτηρισμός μεγάλου αγροκτήματος. 2. (μτφ.) αυθαίρετος τρόπος διοίκησης ή διαχείρισης σε μια δημόσια υπηρεσία: Tο υπουργείο δεν είναι ~ του κάθε υπουργού για να κάνει ό,τι θέλει. Έκανε το δήμο ~ του.

[τουρκ. çiflik, çiftlik (στη σημ. 1) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιφούτης ο [tsifútis] Ο11 θηλ. τσιφούτα [tsifúta] Ο25α & τσιφούτισσα [tsifútisa] Ο27α : (οικ.) άνθρωπος πολύ φιλάργυρος και συμφεροντολόγος που εκμεταλλεύεται αυτούς που τον έχουν ανάγκη: Mου ήπιε το αίμα ο ~.

[τουρκ. çιfιt (αρχική σημ.: `Εβραίος΄), διαλεκτ. çifut -ης· τσιφούτ(ης) -α, -ισσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιφουτιά η [tsifutxá] Ο24 : (οικ.) η ιδιότητα ή η ενέργεια του τσιφούτη.

[τσιφούτ(ης) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιφούτικος -η -ο [tsifútikos] Ε5 : (οικ.) που ταιριάζει σε τσιφούτη. τσιφούτικα ΕΠIΡΡ.

[τσιφούτ(ης) -ικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιφτετέλι το [tsiftetéli] Ο44 : 1. λαϊκός χορός με ανατολίτικη προέλευση, που χορεύεται από ένα άτομο ή από δύο αντικριστά. 2. είδος μουσικής που συνοδεύει τον παραπάνω χορό.

[τουρκ. çiftetelli]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσίφτης ο [tsíftis] Ο11 θηλ. τσίφτισσα [tsíftisa] Ο27α : (λαϊκ.) 1. άνθρωπος πανέξυπνος, καπάτσος. || μάγκας2. 2. άνθρωπος άψογος: α. στην εξωτερική του εμφάνιση. β. στη συμπεριφορά του· άνθρωπος εντάξει.

[αλβ. qift `γεράκι΄ -ης με προώθηση της άρθρ. [i > tsi] (για τη σημ. σύγκρ. σαΐνι τσίφτ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσίφτικος -η -ο [tsíftikos] Ε5 : (λαϊκ.) που ταιριάζει σε τσίφτη: Tσίφτικο φέρσιμο / ντύσιμο. τσίφτικα ΕΠIΡΡ: Mου φέρθηκε ~, εντάξει, καθώς πρέπει. Tην περάσαμε ~, τέλεια, φίνα.

[τσίφτ(ης) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες