Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιτσίδι [tsitsíδi] επίρρ. τροπ. : (οικ.) χωρίς ρούχα, με εντελώς γυμνό σώμα: Έμειναν γυμνοί ~. Γυρίζει ~, όπως τη γέννησε η μάνα της.
[τσιτσ(ί) -ίδι]



