Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσιρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιρίζω [tsirízo] Ρ2.2α : (οικ.) βγάζω δυνατές και διαπεραστικές φωνές: Θύμωσε κι άρχισε να τσιρίζει. Ούρλιαζε, τσίριζε από τους πόνους. Tο μω ρό τσίριζε όλη τη μέρα. || για κτ. που έχει δυνατό, οξύ και δυσάρεστο ήχο.

[αρχ. συρίζω `σφυρίζω΄ με ισχυροπ. της άρθρ. [si > tsi] (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες