Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσιμπούκι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιμπούκι το [tsibúki] Ο44 : 1. είδος πίπας που αποτελείται από ένα μικρό σωλήνα που καταλήγει σε κοιλότητα, όπου τοποθετούν τον καπνό: Kαπνίζει / ρουφάει το ~ του. 2. (χυδ.) πεολειχία. τσιμπούκα η MΕΓΕΘ.

[τουρκ. çubuk -ι· τσιμπούκ(ι) μεγεθ. ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go