Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσιμπλιάρης -α -ικο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιμπλιάρης -α -ικο [tsimbláris] Ε9 : που έχει συνήθως τσίμπλες στα μάτια: Ένας γέρος βρόμικος και ~. Tσιμπλιάρικο παιδί / γατί. || (ως ουσ.).

[μσν. τσιμπλιάρης < τσίμπλ(α) -ιάρης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go