Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσιμπιά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιμπιά η [tsimbjá] Ο24 : α. το πιάσιμο του δέρματος και της σάρκας ανάμεσα στα δάχτυλα, με ταυτόχρονη πίεση που προκαλεί πόνο: Tου έδωσε μια ~ στο μάγουλο / στο χέρι και του το μαύρισε. Στριφτή ~. β. το σημάδι που αφήνει η τσιμπιά: Mελάνιασε η ~.

[τσιμπ(ώ) -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go