Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσιμινιέρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιμινιέρα η [tsiminéra] Ο25α : καπνοδόχος, φουγάρο: ~ πλοίου / εργοστασίου.

[ιταλ. ciminiera]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες