Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσιμεντάρισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιμεντάρισμα το [tsimendárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τσιμεντάρω: Οι πλάκες στις ενώσεις θέλουν ~.

[τσιμεντάρ(ω) -ισμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες