Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσιμέντο
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιμέντο το [tsiméndo] Ο39 : 1. οικοδομικό υλικό από ασβεστόλιθο και άργιλο σε μορφή λεπτής γκριζωπής σκόνης, που όταν το αναμείξουν με νερό στερεοποιείται και σχηματίζει μια συμπαγή, σκληρή και αδιάβροχη μάζα: Εργοστάσιο παραγωγής τσιμέντου. Σάκος με ~. ~ ταχείας / βραδείας πήξεως. ΦΡ ~ να γίνει!, για τέλεια αδιαφορία, ας πάει να χαθεί. 2. σκυρόδεμα, μπετόν: Tοίχος / δοκάρι / κολόνα από ~. H οικοδομή βρίσκεται στα τσιμέντα, στην κατασκευή του σκελετού από μπετόν. || Mας έπνιξε το ~, οι πολυκατοικίες από μπετόν.

[παλ. ιταλ. cimento `μείγμα αλάτων για έλεγχο των ευγενών μετάλλων΄, κατά τη σημ. του συγγ. ιταλ. cemento (πρβ. τουρκ. çimento ίδ. σημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιμεντοβιομηχανία η [tsimendoviomixanía] Ο25 : βιομηχανία παραγωγής τσιμέντου.

[λόγ. τσιμέντ(ο) -ο- + βιομηχανία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιμεντοκολόνα η [tsimendokolóna] Ο25 : κολόνα κατασκευασμένη από τσιμέντο.

[λόγ. τσιμέντ(ο) -ο- + κολόνα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιμεντοκονία η [tsimendokonía] Ο25 : κονίαμα που έχει ως βάση το τσιμέντο.

[λόγ. τσιμέντ(ο) -ο- + κονία κατά το αμμοκονία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιμεντόλιθος ο [tsimendóliθos] Ο20 : είδος μεγάλου τούβλου από τσιμέντο, άμμο και χαλίκι.

[τσιμέντ(ο) -ο- + λίθος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιμεντούπολη η [tsimendúpoli] Ο33 : (μειωτ.) πόλη με ψηλά και πυκνά χτισμένα κτίρια και με ελάχιστους χώρους πρασίνου (πάρκα, κήπους κτλ.).

[λόγ. τσιμέντ(ο) + -ούπολη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες