Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιλιβήθρα η [tsilivíθra] Ο25 : 1. (οικ.) είδος μικρού ωδικού πτηνού· σουσουράδα. 2. (μτφ., οικ.) για μικρόσωμο και αδύνατο άνθρωπο, συνήθ. για παιδί ή για γυναίκα.
[;]



