Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσιγκούναρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιγκούναρος ο [tsiŋgúnaros] Ο20 : (οικ.) αυτός που έχει το ελάττωμα της τσιγκουνιάς σε πολύ μεγάλο βαθμό.

[τσιγκούν(ης) -αρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες