Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσιγαρόχαρτο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιγαρόχαρτο το [tsiγaróxarto] Ο41 : πολύ λεπτό χαρτί κατάλληλο για να τυλίγουν τσιγάρα: Έκοψε το κρέας / το ψωμί / το τυρί σε φέτες λεπτές σαν ~. || (επέκτ.) κάθε λεπτό και διαφανές χαρτί: Θα βγάλω το σχέδιο με ~.

[τσιγάρ(ο) -ο- + χαρτ(ί) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες