Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσιγαριστός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιγαριστός -ή -ό [tsiγaristós] Ε1 : (μαγειρ.) που γίνεται με τσιγάρισμα: Tα τσιγαριστά φαγητά είναι δύσπεπτα.

[τσιγαρισ- (τσιγαρίζω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες