Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσιγαριλίκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιγαριλίκι το [tsiγarilíki] & τσιγαρλίκι το [tsiγarlíki] Ο44 : (οικ.) τσιγάρο με χασίς.

[τουρκ. çιğarlιk `χασίσι΄ & τσιγαρ(λίκι) -ιλίκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες