Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσιγαράδικο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιγαράδικο το [tsiγaráδiko] Ο41 : (ναυτ., οικ.) πλοίο που μεταφέρει λαθραία τσιγάρα.

[τσιγάρ(ο) -άδικο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες