Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσιβί
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιβί το [tsiví] Ο43 : (οικ.) 1. ξύλινο καρφί. 2. (μτφ.) για κτ. πολύ ενοχλητικό, δυσάρεστο ή δύσκολο.

[τουρκ. çivi (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες