Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσερβέλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσερβέλο το [tservélo] Ο39 : (οικ.) το μυαλό, τα λογικά, συνήθ. στη ΦΡ μου φεύγει το ~, από έκπληξη, θαυμασμό, απορία, σύγχυση· τρελαίνομαι2· ΣYN ΦΡ μου φεύγει το μυαλό: Δες ένα κότερο να σου φύγει το ~.

[ιταλ. cervello]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες