Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσελιγκάτο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσελιγκάτο το [tseliŋgáto] Ο39 : παλαιότερη μορφή κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης των βοσκών, που ζούσαν νομαδικά και μετακινούνταν ομαδικά στα διάφορα βοσκοτόπια.

[τσέλιγκ(ας) -άτο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες