Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσεκουριά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσεκουριά η [tsekurjá] Ο24 : χτύπημα με τσεκούρι: Έδωσε μια ~ και έκοψε το κλαδί.

[τσεκούρ(ι) -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go