Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσαχπινιά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσαχπινιά η [tsaxpiná] Ο24 : η ιδιότητα, το χαρακτηριστικό του τσαχπίνη: M΄ αρέσει η ~ της. || νάζι, σκέρτσο: Tον τρέλανε με τις τσαχπινιές της.

[τσαχπίν(ης) -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go