Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσαχπινιά η [tsaxpiná] Ο24 : η ιδιότητα, το χαρακτηριστικό του τσαχπίνη: M΄ αρέσει η ~ της. || νάζι, σκέρτσο: Tον τρέλανε με τις τσαχπινιές της.
[τσαχπίν(ης) -ιά]



