Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσαχπίνης -α -ικο [tsaxpínis] Ε9 : αυτός που με χαριτωμένα καμώματα προσελκύει την προσοχή και τη συμπάθεια των άλλων και κυρίως για γυναίκα που προκαλεί το αντρικό ενδιαφέρον: Tσαχπίνα γυναίκα.
[τουρκ. çapkιn `γυναικάς, με μάτια ηδυπαθή΄ -ης με μετάθ. [pk > kp] και ανομ. τρόπου άρθρ. [kp > xp] ]



