Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσαχπίνης -α -ικο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσαχπίνης -α -ικο [tsaxpínis] Ε9 : αυτός που με χαριτωμένα καμώματα προσελκύει την προσοχή και τη συμπάθεια των άλλων και κυρίως για γυναίκα που προκαλεί το αντρικό ενδιαφέρον: Tσαχπίνα γυναίκα.

[τουρκ. çapkιn `γυναικάς, με μάτια ηδυπαθή΄ -ης με μετάθ. [pk > kp] και ανομ. τρόπου άρθρ. [kp > xp] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go