Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσατίλας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσατίλας ο [tsatílas] & τσαντίλας ο [tsadílas] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) : άνθρωπος που εκνευρίζεται και θυμώνει εύκολα.

[τσατίλ(α), τσαντίλ(α) 2 -ας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες