Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσαπατσούλης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσαπατσούλης -α -ικο [tsapatsúlis] Ε9 : αυτός που δουλεύει χωρίς τάξη, σύστημα και καθαριότητα: Ο Γιάννης είναι πολύ ~. Tσαπατσούλα, τακτοποίησε τα πράγματά σου! Tι τσαπατσούλικο παιδί είσαι εσύ!

[τουρκ. çapaçul -ης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go