Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσαντόρ το [tsandór] Ο (άκλ.) : ριχτό ένδυμα που καλύπτει ολόκληρο το σώμα των γυναικών, σε ορισμένες μουσουλμανικές χώρες.
[λόγ. < αγγλ. chandor (από τα περσ.)]



