Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσαντάκιας ο [tsandákas] Ο4 πληθ. τσαντάκηδες : (οικ.) νεαρό κυρίως άτομο που, συνήθ. οδηγώντας μοτοσικλέτα, αρπάζει τσάντες από περαστικές γυναίκες.
[τσάντ(α) -άκιας]



