Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσαντάκιας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσαντάκιας ο [tsandákas] Ο4 πληθ. τσαντάκηδες : (οικ.) νεαρό κυρίως άτομο που, συνήθ. οδηγώντας μοτοσικλέτα, αρπάζει τσάντες από περαστικές γυναίκες.

[τσάντ(α) -άκιας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go