Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσανάκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσανάκι το [tsanáki] Ο44 : 1. μικρή τσανάκα συνήθ. στη ΦΡ χωρίζουν τα τσανάκια τους, για άτομα που σταματούν να συνεργάζονται και διαχωρίζουν τις ευθύνες τους ή για ζευγάρι που χωρίζει. 2. (μτφ., λαϊκ.) για άνθρωπο με κακή φήμη: Είναι ένα παστρικό ~ αυτός!

[τουρκ. çanak ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες