Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσαμπουκάς
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσαμπουκάς ο [tsabukás] Ο1 : (λαϊκ.) 1. καβγάς, φασαρία: Tσαμπουκά γυρεύεις, φίλε; 2. μάγκικη συμπεριφορά· νταηλίκι. ΦΡ του σπάω τον τσαμπουκά, τον κάνω να χάσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του, του σπάω το ηθικό.

[τουρκ. çabuka `που έχει καταδικαστεί ξανά΄ < sabιka `προηγούμενη καταδίκη΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go