Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσαλαπάτημα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσαλαπάτημα το [tsalapátima] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια του τσαλαπατώ: 1. ποδοπάτημα: Tο ~ του κόσμου στην ουρά του λεωφορείου. 2. (μτφ.) εξευτελισμός: Tο ~ της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

[τσαλαπατη- (τσαλαπατώ) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες