Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσαλίμι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσαλίμι το [tsalími] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : 1. οι δεξιοτεχνικές κινήσεις που κάνει ένας χορευτής: Xόρευε με χίλια τσαλίμια. 2. (μτφ., οικ.) καμώματα, πονηριές: Πολλά τσαλίμια μάς κάνει το κορίτσι. τσαλιμάκι το YΠΟKΟΡ: Όλο τσαλιμάκια είναι η κοπελιά.

[τουρκ. çalιm ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go