Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσακίστρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσακίστρα η [tsakístra] Ο25α : (προφ.) γυναίκα που με κουνήματα και νάζια προκαλεί το αντρικό ενδιαφέρον· καμωματού.

[τσακισ- (τσακίζω) -τρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες