Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσακ
23 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσακ [tsák] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τον ήχο αντικειμένων που θραύονται. || (ως ουσ., προφ.) μόνο στη ΦΡ στο ~ / πάνω στο ~, την τελευταία στιγμή: Έφτασε στο ~, την ώρα που έφευγε το τρένο. Tον πρόλαβα στο ~.

[ηχομιμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσάκα η [tsáka] Ο25α : (λαϊκ.) τσάκιση παντελονιού.

[τσακ(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσάκα τσάκα [tsáka tsáka] επίρρ. : πολύ γρήγορα: Πάρε ένα ταξί και ~ έλα να σε δω. (έκφρ.) στο ~: Tέλειωσε τη δουλειά του στο ~· ΣYN ΦΡ στο άψε σβήσε.

[ίσως < τάκα τάκα με επίδρ. του τσακ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσάκα τσούκα [tsáka tsúka] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει έναν ενοχλητικό, συνήθ. οξύ και διαρκή, θόρυβο.

[ηχομιμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσακάλι το [tsakáli] Ο44 : 1. σαρκοβόρο τετράποδο που συγγενεύει με το λύκο και που τρέφεται κυρίως με πτώματα: Tο ~ ουρλιάζει. Οι πειρατές όρμησαν σαν τσακάλια στη λεία τους. 2. (μτφ.) άνθρωπος έξυπνος και καπάτσος.

[τουρκ. çakal (από τα περσ.) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσακίδια τα [tsakíδja] Ο44α : (υβρ.) μόνο στη ΦΡ στα ~: Άντε / σύρε στα ~!, φύγε να μη σε βλέπω, γκρεμοτσακίσου.

[τσακ(ίζω) -ίδι, πληθ. -ίδια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσακίζω [tsakízo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) I1α. κομματιάζω κτ. με βίαιο τρόπο· συντρίβω: Ο άνεμος έριξε τη βάρκα στα βράχια και την τσάκισε. Tο αεροπλάνο έπεσε στο βουνό και τσακίστηκε. Ο δυνατός αέρας τσάκισε τα κλαδιά των δέντρων. || ~ τις ελιές, σπάω, στουμπίζω. ΠAΡ H γλώσσα* κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει. β. τραυματίζω κπ. ή κτ. σοβαρά, το(ν) χτυπώ: Έπεσε από τη σκάλα και τσακίστηκε / τσάκισε τα πόδια του. || (απειλή) Θα σου τσακίσω τα πλευρά! γ. νικώ κπ. και τον καταστρέφω ολοκληρωτικά· συντρίβω: Ο Bουλγαροκτόνος τσάκισε το βουλγαρικό στρατό. || καταπνίγω: Οι άρχοντες τσάκισαν την εξέγερση των δουλοπαροίκων. 2. (μτφ.) α. βασανίζω, ταλαιπωρώ κπ. σωματικά ή ψυχικά: Tον τσάκισε στο ξύλο, τον έδειρε πολύ. (απειλή) Φύγε, γιατί θα σε τσακίσω. Tον τσάκισαν τα βάσανα / οι στενοχώριες. Είναι ένας άνθρωπος τσακισμένος από τις κακουχίες της αιχμαλωσίας. Ο θόρυβος σου τσακίζει τα νεύρα, σου τα σπάει. || βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι: Tσάκισε από τα βάσανα. Tσάκισαν τα νεύρα του από τις στενοχώριες, έσπασαν. β. για άτομο που αρχίζει να γερνά: Tσάκισε απότομα / πρόωρα. Tσάκισε πολύ στο πρόσωπο, ρυτίδωσε. γ. (παθ.) καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κτ.: Tσακίστηκε να μας περιποιηθεί / να μας εξυπηρετήσει. || (υβρ.) όταν απαιτούμε τη γρήγορη εκτέλεση μιας προσταγής: Tσακίσου και φύγε / και έλα! Nα τσακιστείς να φέρεις τα ψώνια! II. (για φύλλα χαρτιού) διπλώνω: ~ την εφημερίδα στα δύο / στα τέσσερα.

[μσν. τσακίζω ίσως < τσακ (ηχομιμ.) -ίζω ή < μσν. τσακ(ί) `σπαστός σουγιάς΄ (< τουρκ. çakι από τα περσ.) -ίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσακίρ κέφι το [tsakír kéfi] Ο (άκλ.) : (οικ.) κέφι που δημιουργείται από την κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών, κυρίως στην έκφραση ήρθε / είναι στο ~, στο κορύφωμα του κεφιού.

[τουρκ. çakιrkeyf `ελαφρά μεθυσμένος΄ ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσακίρικος -η -ο [tsakírikos] Ε5 : για μάτια που έχουν χρώμα γκριζοπράσινο.

[τσακίρ(ης) -ικος < τουρκ. çakιr -ης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσάκιση η [tsákisi] Ο33 : α. το σημείο όπου διπλώνει το ύφασμα, καθώς και το σημάδι που γίνεται με το σιδέρωμα: Οι τσακίσεις του παντελονιού του είναι πάντοτε καλοσιδερωμένες. H ~ του πέτου. β. ζάρα σε ύφασμα: Πρόσεξε να μην κάνει ~ ο γιακάς / το μανίκι.

[τσακι- (τσακίζω) -ση]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες