Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσαγκαροδευτέρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσαγκαροδευτέρα η [tsaŋgaroδeftéra] Ο25α : (ειρ.) εργάσιμη μέρα, συνήθ. η επόμενη μιας αργίας, κατά την οποία αποφεύγουμε τη δουλειά από τεμπελιά: ~ είναι σήμερα και ήρθες αδιάβαστος στο σχολείο;

[τσαγκάρ(ης) -ο- + Δευτέρα (παλιότερα μέρα αργίας για τους τσαγκάρηδες)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες