Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσαγκάρης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσαγκάρης ο [tsaŋgáris] Ο11 : τεχνίτης που επιδιορθώνει ή κατασκευάζει παπούτσια· υποδηματοποιός: Έδωσα στον τσαγκάρη να σολιάσει τα παπούτσια μου.

[μσν. τσαγκάρης < τσαγκάριος, τζαγγάριος < ελνστ. τζάγγ(α) `είδος μαλακού περσικού παπουτσιού΄ (περσ. προέλ.) -άριος (ορθογρ. απλοπ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go