Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσαγιέρα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσαγιέρα η [tsajéra] Ο25α : δοχείο με στόμιο στο επάνω μέρος: α. από προσελάνη, για να ετοιμάζουν και να σερβίρουν το τσάι. β. από μέταλλο, για να ζεσταίνουν νερό στη σόμπα, στο τζάκι κτλ.

[τσαγ- (τσάι) -ιέρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go